πρόστριψη

πρόστριψη
[-ις (-εως)] η трение

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "πρόστριψη" в других словарях:

  • πρόστριψη — η / πρόστριψις, ίψεως, ΝΑ [προστρίβω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προστρίβω, η τριβή δύο πραγμάτων μεταξύ τους («τῶν ὑποζυγίων τὰ τριχώματα γίνεται λευκὰ ἐκ προστρίψεων τῆς ἀστράβης», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • προστρίψῃ — προστρίψηι , πρόστριψις rubbing fem dat sg (epic) προστρί̱ψῃ , προστρίβω rub on aor subj mid 2nd sg προστρί̱ψῃ , προστρίβω rub on aor subj act 3rd sg προστρί̱ψῃ , προστρίβω rub on fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστριβή — η, Ν 1. πρόστριψη 2. μτφ. διένεξη, φιλονικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προστρίβω. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Αγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • τρίψις — ίψεως, ἡ, Α [τρίβω] 1. η ενέργεια τού τρίβω, τριβή, τρίψιμο («πῡρ..., γεννᾱται ἐκ φορὰς καὶ τρίψεως», Πλάτ.) 2. μάλαξη («τὴν ἄλλην περὶ τὸ σῶμα θεραπείαν ἀκριβὴς καὶ περιττός, ὥστε και τρίψεσι... χρῆσθαι», Πλούτ.) 3. η αντίσταση την οποία παρέχει …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»